- κόθρο
- το деревянный ошейник с колокольчиком (у овец, коз)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κόθρο — και κόθουρο, το ξύλινο περιλαίμιο αιγοπροβάτων από το οποίο κρεμιέται το κουδουνάκι … Dictionary of Greek